- θεοτείχης
- θεοτείχης, -ες (Α)(για την Τροία) αυτή τής οποίας τα τείχη έχουν κτιστεί από θεούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -τειχής (< τείχος), πρβλ. επτα-τειχής, χαλκο-τειχής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεοτειχέα — θεοτειχής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θεοτειχής masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοτείχεα — θεοτείχης walled by gods neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θεοτείχης walled by gods masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek